καταπιστευματικός

καταπιστευματικός
και καταπιστευτικός, -ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στο καταπίστευμα
2. φρ. α) «καταπιστευ(μα)τική δικαιοπραξία» — η δικαιοπραξία με την οποία συνειδητά και σκόπιμα μεταβιβάζεται στον έναν από τους συναλλασσόμενους μεγαλύτερη νομική εξουσία από εκείνην που θα ήταν απαραίτητη για να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος οικονομικός σκοπός, αλλ. καταπίστευση
β) «καταπιστευ(μα)τική κληροδοσία» ή «καταπιστευ(μα)τική υποκατάσταση» — η περιλαμβανόμενη από τον διαθέτη στη διαθήκη του διάταξη, κατά την οποία η περιουσία που κληροδοτήθηκε οφείλει να περιέλθει σε άλλον μετά από κάποιο ορισμένο χρονικό σημείο ή γεγονός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καταπιστευματικός < καταπίστευμα + κατάλ. -τικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλία Λιακόπουλο. Ο τ. καταπιστευτικός < καταπιστεύω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταπίστευση — η 1. γεν. το να εμπιστεύεται κάποιος κάτι σε άλλον 2. (αστ. δίκ.) η καταπιστευ(μα)τική δικαιοπραξία, βλ. καταπιστευματικός, ή, ό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπιστεύω. Η λ., στον λόγιο τύπο καταπίστευσις, μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”